δόσης

δόσης
δόσις
giving
fem nom/voc pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ισοδύναμο δόσης — Όρος της ραδιοβιολογίας, που αναφέρεται στις βιολογικές επιπτώσεις που έχει μία ποσότητα ακτινοβολίας που έχει απορροφηθεί από έναν ιστό ή έναν οργανισμό. Κανονικά, οι επιπτώσεις αυτές έχουν ποιοτικό βιοχημικό ή γενετικό χαρακτήρα, που όμως δεν… …   Dictionary of Greek

  • δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… …   Dictionary of Greek

  • διάχυση — Η έκχυση, η διασκόρπιση αλλά και η φθορά· η χαλάρωση ή η εύθυμη εκδήλωση. (Ιατρ.) Τεχνική για την αφαίρεση ουσιών από το αίμα με χρήση μιας μεμβράνης, μέσω της οποίας διέρχονται οι διάφορες ουσίες με διαφορετικούς ρυθμούς. Η διαδικασία… …   Dictionary of Greek

  • δοσιμετρία — Ποσοτικός προσδιορισμός φυσικών μεγεθών με τη μέτρηση των αποτελεσμάτων που προκαλούν τα μεγέθη αυτά. Παλαιότερα η χρήση του όρου δ. ισοδυναμούσε με τον προσδιορισμό των δόσεων. Έτσι γινόταν λόγος για δ. στην περίπτωση του προσδιορισμού της… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… …   Dictionary of Greek

  • ράντ — (I) το, Ν άκλ. νομισματική μονάδα τής Δημοκρατίας τής Νότιας Αφρικής. (II) το, Ν άκλ. (φυσ. μετρολ.) μονάδα απορροφηθείσας δόσης ακτινοβολίας, ίση με την ποσότητα μιας ιοντίζουσας ακτινοβολίας, η οποία, ανεξάρτητα από την πηγή προέλευσής της,… …   Dictionary of Greek

  • ραίντγκεν — και ρέντγκεν Ν 1. μονάδα δόσης έκθεσης μιας ιοντίζουσας ακτινοβολίας, όπως είναι οι ακτίνες Χ ή οι ακτίνες γ 2. φρ. «ακτίνες Ραίντγκεν» οι ακτίνες Χ. [ΕΤΥΜΟΛ. < όνομα τού Γερμανού Φυσικού Rontgen] …   Dictionary of Greek

  • ρεμ — το, Ν (πυρην. μετρολ.) μονάδα βιολογικής αποτελεσματικής δόσης ακτινοβολίας που απορροφήθηκε, όπως είναι οι ακτίνες Χ ή οι πυρηνικές ακτινοβολίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρκτικόλεξο από τις λ. roentgen equivalent man] …   Dictionary of Greek

  • συγκοπή — (Ιατρ.). Παθολογικό επεισόδιο, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ξαφνική και πρόσκαιρη απώλεια της συνείδησης και συνοδεύεται γενικά από μεταβολές της αναπνευστικής και κυκλοφοριακής λειτουργίας. Το επεισόδιο μπορεί να οφείλεται σε οποιαδήποτε αιτία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”